ἐπιβεβαιώσει

ἐπιβεβαιώσει
ἐπιβεβαίωσις
further confirmation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπιβεβαιώσεϊ , ἐπιβεβαίωσις
further confirmation
fem dat sg (epic)
ἐπιβεβαίωσις
further confirmation
fem dat sg (attic ionic)
ἐπιβεβαιόω
add proof
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπιβεβαιόω
add proof
fut ind mid 2nd sg
ἐπιβεβαιόω
add proof
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτοκατάρα — η (AM αὐτοκατάρα) η κατάρα την οποία ρίχνει επάνω του κάποιος είτε για να επιβεβαιώσει την αλήθεια των ισχυρισμών του ή για να διαβεβαιώσει την τήρηση των υποσχέσεών του αρχ. μσν. η ίδια η κατάρα, η ουσία της κατάρας …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • επιμάρτυρος — ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α) εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.) 2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • θετικισμός — Φιλοσοφικό κίνημα του 19ου αι. Θεμελιωτής του υπήρξε ο Ογκίστ Κοντ, που διέκρινε τρεις περιόδους ή ηλικίες του ανθρώπινου πνεύματος και της ιστορίας του: α) τη θεολογική, όπου κυριαρχεί η ερμηνεία με βάση τη θεία, προσωπική θέληση· β) τη… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Βαϊτσζέκερ, Καρλ Φρίντριχ φον- — (Carl Friederich von Weizsäcker, Κίελο 1912 –). Γερμανός φυσικός και αστρονόμος. Καθηγητής στο ινστιτούτο Πλανκ και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, είναι από τους διασημότερους μελετητές του ατόμου και το όνομά του έχει συνδεθεί με τις θεωρίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”